- προσεπικρεμασθήτω
- πρός , ἐπί-κρεμάζωhramjanaor imperat pass 3rd sgπρόσ-ἐπικρεμάννυμιhang overaor imperat pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπικρεμάννυμι — Α [ἐπικρεμάννυμι] κρεμώ επάνω σε κάτι ή σε κάποιον κάτι ακόμη, επικρεμώ επί πλέον («προσεπικρεμασθήτω τούτου ὄπισθέν τις... παῑς», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek